- πυκινοκίνητος
- -ον, Ααυτός που κινείται συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκινός, ποιητ. τ. τού πυκνός + κινητός (< κινῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυκινοκίνητος — moving frequently masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκινοκίνητον — πυκινοκίνητος moving frequently masc/fem acc sg πυκινοκίνητος moving frequently neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκινοκινήτου — πυκινοκίνητος moving frequently masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)